- μπαϊλντίζω
- (λ. τουρκ.), μπαΐλντισα, μπαϊλντισμένος1. λιποθυμώ, ζαλίζομαι, χάνω τις αισθήσεις μου: Μόλις έμαθε ότι χρωστάει στην εφορία μπαΐλντισε.2. εξαντλούμαι από μεγάλο κόπο, λύπη κτλ.: Μπαΐλντισα από την πολλή δουλειά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.